- ἰσουργός
- ἰσουργόςdoing like thingsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισουργός — ἰσουργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ ουργός, θερμ ουργός] … Dictionary of Greek
ἰσουργόν — ἰσουργός doing like things masc/fem acc sg ἰσουργός doing like things neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουργοί — ἰσουργός doing like things masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουργά — ἰσουργός doing like things neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισουργία — ἰσουργία, ἡ (Α) [ισουργός] ενέργειες παρόμοιες με τις ενέργειες κάποιου άλλου … Dictionary of Greek
ισουργώ — ἰσουργῶ, έω (Α) [ισουργός] εργάζομαι όμοια, κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՍԱՐԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 2 0074 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 14c ա. ἱσούργος paria faciens. Որ զնոյն հաւասարապէս գործէ. համագործ. *Հաւասարափառ եւ հաւասարագործ հօր ցուցեալ զորդի. Կիւրղ. հանգ.: *Ըստ աստուածութեանն՝ նորայն եւ հօրն յամենայնն անբաժանելի է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)